- ἀποφλογόομαι
- ἀποφλογόομαι, [voice] Pass.,A grow fiery,
ἀ. τὰ ὄμματα Max.
Tyr.24.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀ. τὰ ὄμματα Max.
Tyr.24.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποφλογοῦται — ἀποφλογόομαι grow fiery pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)